- σοπράρω
- Ν [σόπρα]προλαβαίνω τον άνεμο ή πηγαίνω αντίθετα με τον άνεμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σόπρα — Ν 1. ναυτ. επάνω 2. φρ. «παίρνω σόπρα» ναυτ. προλαβαίνω τον άνεμο, σοπράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sopra «πάνω»] … Dictionary of Greek